- ενημερότητα
- η1. η γνώση τών καθημερινών γεγονότων («ενημερότητα ειδήσεων»)2. πλήρης γνώση ενός ζητήματος, θέματος, ιδίως επιστημονικού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ενήμερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 σε έγγραφα τού υπουργείου Οικονομικών].
Dictionary of Greek. 2013.